Πού πήγε εκείνη η στιγμή που όντας μικρό παιδί ευχόσουν να μην τελειώνει; Τα πρώτα δευτερόλεπτα του παραμυθιού καθώς άκουγες το “μια φορά κι έναν καιρό…”, τα λεπτά πάνω στα συγκρουόμενα, στο ταψί, και στη μπαλαρίνα, οι ώρες που έσκαβες τη ζεστή άμμο της παραλίας και εκείνες κάτω απ’ τα σκεπάσματα που προσπαθούσες να φανταστείς πού θα ‘σαι σε δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια;
Πολλές απ’ τις ελεύθερες ώρες της παιδικής μου ηλικίας με βρήκαν μέσα το παντοπωλείο του παππού μου, τόσα χρόνια πριν όσα να μην θυμάμαι καν το όνομα του. Μια αποθήκη γύρω στα 40-50 τ.μ. στο ισόγειο της οικίας των γονιών μου. Τρεις τοίχοι καλυμμένοι με πράσινη ταπετσαρία την οποία έκρυβαν τα πράσινα ξύλινα ράφια γεμάτα προϊόντα και δύο ξύλινες τζαμαρίες για πρόσοψη που τις χώριζε κολόνα. Τα βράδια δύο πράσινα μεταλλικά στόρια κάλυπταν τις τζαμαρίες, και ιδιαίτερα την αριστερή στην οποία υπήρχε η ξύλινη πόρτα-είσοδος. Δύο αντικριστοί ξύλινοι πάγκοι, κάπου στα 3 μέτρα έκαστος, μαζί με το επαγγελματικό ψυγείο σχημάτιζαν ένα Π, κάνοντας χώρο στο κέντρο του μαγαζιού για τη πελατεία. Ο αγαπημένος πάγκος του παππού ήταν αυτός μπαίνοντας δεξιά, εκεί είχε φτιάξει χώρο για το ταμείο και τα τεφτέρια με τα βερεσέ, εκεί ήταν και το βασικότερο εργαλείο του μαγαζιού, η ζυγαριά. Πίσω του είχε τα ράφια με λιχουδιές όπως σοκολάτες και γκοφρέτες, καραμέλες, γαριδάκια. Ήταν κέρβερος ο παππούς με τα γλυκά και ήθελε να έχει το κεφάλι του ήσυχο πως δεν θα πάει κανένα μικρό να τα κλέψει. Απ’ τη μαύρη λίστα, φυσικά, δεν θα μπορούσα να λείπω κι εγώ.
Διάλεγα πάντα τον αριστερό πάγκο, στη μεριά με όλα τα εργαλεία και τα εξαρτήματα. Κουμπιά, βελόνες, καρφίτσες, τσιγκελάκια, οδοντόβουρτσες, συνδετήρες κι ότι άλλο μικροαντικείμενο μπορεί να βάλει ο νους σου. Εκεί φυσικά ήταν και τα “μουλινέ”, οι κλωστές κεντήματος δηλαδή. Εφτά ράφια γεμάτα κουτιά που έγραφαν DMC και είχαν στο πλάι ένα μικρό χρωματιστό τετραγωνάκι. Κάθε κουτί αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο χρώμα και κάθε χρώμα είχε και τον αριθμό του, 7323, 4323, κ.ο.κ. Όταν έμπαινε πελάτισσα κρατώντας χρωματιστή κλωστή, γούρλωνα τα μάτια κι ξεκινούσα με απίστευτο ενθουσιασμό να ψαχουλεύω τον αριθμό του κουτιού που ταίριαζε στο χρώμα της κλωστής-δείγματος.
Kαμιά φορά του ερχόταν η ανωτέρα βία του παππού, οπότε άνοιγε την πόρτα που οδηγούσε στη πίσω αποθήκη. Εκεί, εκτός απ’ τις πατάτες και τα κρεμμύδια, ήταν και ένα μικρό δωματιάκι που χρησίμευε ως τουαλέτα. Ήταν η στιγμή που ορμούσα πάνω στις κουκουρούκου και τις σερενάτες, ή στα μεζάκια, ή στα φοφίκο. Φυσικά με κάθε διακριτικότητα ώστε να μην αντιληφθεί ο έρμος την εκάστοτε απώλεια. Τα μεγαλύτερα μου αδέρφια ήταν κάπως πιο διαχυτικά όσον αφορά την κατανάλωση. ‘Έμπαιναν, άρπαζαν ένα γυάλινο μπουκάλι κόκα-κόλα και εξαφανίζονταν πριν καν ανοίξει το στόμα του ο παππούς.
Οι πελάτες ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα, οι περισσότεροι φίλοι του παππού. Ερχόντουσαν στο μαγαζί πιο πολύ για να σκοτώσουν την ώρα τους παρά να ψωνίσουν. Απ’ τον πάγκο με τους μουλινέδες (όπως έλεγε ο παππούς τις κλωστές), τον παρακολουθούσα να κόβει τη μορταδέλα σε λεπτές φετούλες, και τη φέτα με διαφορετικό μαχαίρι για να μη ξινίσει το αλλαντικό. Ύστερα πάλι, άνοιγε το πλαστικό δοχείο με τις πράσινες ελιές, έβγαζε με τη τρυπητή κουτάλα μια ντουζίνα και τις αράδιαζε στη λαδόκολλα. Μέσα σε λίγα λεπτά η μυρωδιά του μεζέ για τον εκάστοτε θαμώνα διαχέονταν σε όλο το μαγαζί. Φυσικά, απ’ το τσιμπούσι δεν έλειπε και το χύμα τσιπουράκι, πάντα με γλυκάνισο. Κι κουβέντα δε σταματούσε ποτέ. Τις περισσότερες φορές η κουβέντα ήταν για πολιτική και για ιστορία, άλλες πάλι φορές άκουγες κάνα κουτσομπολιό ή χωρατό.
Ο παππούς μου έμαθε και πώς να αραδιάζω σωστά τα ψώνια στις πλαστικές σακούλες. Τις είχαμε σε δύο μεγέθη και χρώματα. Οι μεγάλες οι μπλε ήταν οι ανθεκτικές, ενώ οι μώβ ήταν μικρότερες και προορίζονταν για τα ψιλικά. Τα απορρυπαντικά, τα σαπούνια, οι κρέμες, οι αφροί, έμπαιναν πάντα σε διαφορετική σακούλα μη τυχόν και ανοίξουν ή σπάσουν. Τα κρύα με τα κρύα, τα ζεστά με τα ζεστά. Τα ογκώδη προϊόντα έπρεπε να τοποθετηθούν πρώτα, και μετά τα μικρότερα. Στο κάτω μέρος της σακούλας έπρεπε να είναι τα βαριά προϊόντα για να μην συμπιέσουν τα ελαφρύτερα. Η όλη διαδικασία έμοιαζε περισσότερο με μυσταγωγία παρά με επαναληπτική εργασία. Η αλήθεια είναι πως όσο γέμιζαν οι σακούλες, τόσο πιο ενθουσιώδεις γινόταν ο παππούς και τόσο πιο αγχωμένος εγώ που έπρεπε να λύσω πιο περίπλοκο αλγόριθμο για το αράδιασμα.
Hστιγμή του λογαριασμού ήταν που ο παππούς συνοφρυωνόταν και άρπαζε ένα κομμάτι χαρτί, συνήθως αποκόμματα εφημερίδας ή ψηφοδέλτιο. Εκεί έκανε την πρόσθεση με ασύλληπτη ταχύτητα. Φυσικά είχε για καβάτζα ένα ηλεκτρονικό κομπιουτεράκι στο οποίο απλά επαλήθευε το σύνολο. Αν και σε ηλικία 8 ετών, μου εμπιστευόταν στην πρόσθεση αλλά ποτέ δεν μ’ άφηνε να βάλω χέρι στο ταμείο.
Όταν δεν υπήρχε ψυχή στο παντοπωλείο, ο παππούς δυνάμωνε τον ήχο του ραδιοφώνου (τρανζιστοράκι το έλεγε), καθόταν στο ταμείο και έκανε απολογισμό στα έσοδα και στα έξοδα. Εγώ πάλι, άλλοτε έβαζα σε σειρά τα κουτιά με τους μουλινέδες για να τα βρίσκω πιο εύκολα, άλλοτε κολλούσα ετικέτες με τιμές στα προϊόντα, και άλλες φορές καθισμένος στο πάγκο χάζευα τους περαστικούς απ΄τη τζαμαρία. Καμιά φορά ερχόταν κάνα αδέσποτο έξω απ’ το μαγαζί να πιει νερό, απ’ τον τενεκέ της φέτας που είχε βάλει ο παππούς κάτω απ’ τη βρύση. Με τα χρόνια οι εικόνες του έρημου μαγαζιού γινόταν ολοένα και πιο συχνότερες, όπως και οι γείτονες που πηγαινοερχόντουσαν μπροστά απ’ το μαγαζί κρατώντας άσπρες σακούλες με το λογότυπο του σουπερμάρκετ που ήταν ένα δρόμο παρακάτω. Καμιά φορά μάλιστα, έμπαιναν μέσα για να συμπληρώσουν τα λεμόνια, ή τις καρφίτσες που είχαν ξεχάσει ν’ αγοράσουν. Ο παππούς ήξερε γιατί ο κόσμος προτιμούσε το σουπερμάρκετ. Η παιδική αφέλεια δε μ’ άφηνε να καταλάβω το λόγο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως ένα κιλό ντομάτες θα είχε άλλη τιμή εδώ κι άλλη τιμή εκεί. Πίστευα απλά πως ο κόσμος δεν αγαπάει τον παππού, και γι’ αυτό έκανε τα ψώνια του αλλού.
O θάνατος της γιαγιάς πήρε τον παππού από κάτω. Το μαγαζί έκλεισε οριστικά πριν προλάβω να τελειώσω το δημοτικό σχολείο. Ορισμένα ανθεκτικά προϊόντα έμειναν στα ράφια για αρκετό καιρό μετά το λουκέτο, κάποια άλλα για χρόνια. Τα κουτιά με τους μουλινέδες υπάρχουν ακόμα στοιβαγμένα σε μια αραχνιασμένη γωνιά, πίσω στην αποθήκη.
TO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ (του Peter Handke, μετάφρ. Aleh)
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
περπατούσε κουνώντας τα χέρια,
ήθελε το ρέμα να ‘ναι ποτάμι,
το ποτάμι να ‘ναι χείμαρρος,
κι ο λάκκος θάλασσα.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν γεμάτα ζωή,
κι όλες οι ψυχές ήταν μία.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά οκλαδόν,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε τσουλούφι στα μαλλιά,
και δεν έκανε γκριμάτσες όταν το φωτογράφιζαν.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ήταν η ώρα γι’ αυτές τις ερωτήσεις:
Γιατί είμαι εγώ, κι όχι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ, κι όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο χρόνος, και πού τελειώνει ο χώρος;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο ένα όνειρο;
Άραγε, ότι βλέπω κι ακούω κι οσφραίνομαι
να είναι ο αντικατοπτρισμός ενός κόσμου πριν απ’ τον κόσμο;
Υπάρχει στ’ αλήθεια το κακό και άνθρωποι,
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται εγώ, που υπάρχω,
πριν γίνω, να μην υπήρχα,
και πώς κάποτε εγώ, που υπάρχω,
να μην είμαι πια εγώ;Όταν το παιδί ήταν παιδί,
αναγούλιαζε με το σπανάκι, με τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο
και με το κουνουπίδι στον ατμό.
και σήμερα τρώει τα πάντα κι όχι μόνο από ανάγκη.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε κάποτε σε ξένο κρεβάτι,
και τώρα το κάνει διαρκώς,
πολλοί φαινόντουσαν όμορφοι τότε,
ενώ τώρα μοναχά κατά τύχη,
φαντάζονταν ολοκάθαρα τον παράδεισο
ενώ τώρα, ίσα που μπορεί να τον μαντέψει,
δεν μπορούσε να διανοηθεί το τίποτα,
ενώ σήμερα ανατριχιάζει στη σκέψη αυτή.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε μ’ ενθουσιασμό,
και τώρα δείχνει ζήλο όπως τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
του αρκούσαν για φαΐ, ένα μήλο και ψωμί,
κι έτσι είναι ακόμα.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα μούρα του έπεφταν μέσα στα χέρια,
όπως και σήμερα,
τα φρέσκα καρύδια του έγδερναν τη γλώσσα,
όπως και σήμερα,
είχε πάνω σε κάθε βουνό,
λαχτάρα για ένα ψηλότερο βουνό,
και είχε μέσα σε κάθε πόλη
λαχτάρα για μία μεγαλύτερη πόλη
κι έτσι εξακολουθεί να είναι,
έφτανε ενθουσιασμένο για τα κεράσια στην κορυφή των δέντρων,
όπως ακόμη και σήμερα,
ήταν συνεσταλμένο μπροστά σ’ αγνώστους
όπως και εξακολουθεί να είναι,
περίμενε για το πρώτο χιόνι,
και ακόμα έτσι περιμένει.Όταν το παιδί ήταν παιδί,
πέταξε ένα κομμάτι ξύλο, σαν λόγχη, προς ένα δέντρο,
κι αυτό πάλλεται εκεί μέχρι σήμερα.
DAS LIED VOM KINDSEIN (Peter Handke)
Als das Kind Kind war,
ging es mit hängenden Armen,
wollte der Bach sei ein Fluß,
der Fluß sei ein Strom,
und diese Pfütze das Meer.Als das Kind Kind war,
wußte es nicht, daß es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
saß oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht bloß ein Traum?
Ist was ich sehe und höre und rieche
nicht bloß der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsächlich das Böse und Leute,
die wirklich die Bösen sind?
Wie kann es sein, daß ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und daß einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?Als das Kind Kind war,
würgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedünsteten Blumenkohl.
und ißt jetzt das alles und nicht nur zur Not.Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schön
und jetzt nur noch im Glücksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt höchstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.Als das Kind Kind war,
genügten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnüsse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer höheren Berg,
und in jeder Stadt
die Sehnsucht nach der noch größeren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefühl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.
To be able to say “ah” and “oh” and “hey” instead of “yea” and “amen.”
Leave your Message here...