Το σπίτι πλάι στο Μαμουθόδεντρο

Το μικρό διήγημα που ακολουθεί γράφτηκε πριν 19 χρόνια, όταν ήμουν 20 ετών. Δεν θυμάμαι ακριβώς σε πια ψυχολογική κατάσταση ήμουν τις μέρες εκείνες, αλλά απ’ το γκόθικ στιλ και το συμβουλευτικό ύφος της ιστορίας θαρρώ πως μια ήπια καταθλιψούλα πρέπει σίγουρα να είχε κάνει ξανά την επίσκεψη της. Ίσως το τέλος της να μην είναι αυτό που περιμένει κανείς, αλλά ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στα παραμύθια. Το παρακάτω είναι λοιπόν μια ιστορία που δεν ήθελε να γίνει παραμύθι…

mammothtree-Image
This is a figcaption added for testing purposes. Please consider to remove when the boxed style is finalized.

Η μέρα ήταν δύσκολη για τη Σοράγια και τη Μίρνα κι έτσι έπεσαν νωρίς για ύπνο. Η ζωή, βλέπεις, στο μικρό προάστιο του Μπέρντ δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Tο σπίτι τους βρισκόταν μεσα σε μια πελώρια αυλή, γεμάτη κάθε είδους λουδουδικό και πανύψηλα δέντρα που για να σκαρφαλώσει κανείς ήθελε κάμποση ώρα. Και μέσα στην αυλή οι φίλοι τους τα πουλιά που πετούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, στον καθαρό ουρανό του προαστίου.

Το σπίτι τους ήταν χτισμένο δίπλα στο Μαμουθόδεντρο, έτσι τουλάχιστον το ονόμαζε ο γερο-Μπάκ ο γείτονας, αφού άπλωνε τη σκιά του στο σπίτι του και του έκρυβε τον ήλιο. Στη πραγματικότητα δεν τον ενοχλούσε αυτό, αλλά τα σμήνη πουλιών που κατοικούσαν σ’ αυτό και στα υπόλοιπα δέντρα και τα οποία ενοχλούσαν με τις φωνές τους τα γέρικα αυτιά του. Και πολύ περισσότερο εκείνα τα άτιμα κοράκια που του είχαν καταφάει τον κήπο του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γέρος έβγαινε θυμωμένος απ’ το σπίτι του, με το τουφέκι να σημαδεύει τα σύννεφα για να τρομάξουν και να φύγουν τα πουλιά. Για του λόγου το αληθές, αυτό είχε γίνει σχεδόν καθημερινή υπόθεση.

Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ξετινάχτηκαν και τα μισάνοιχτα μάτια της Μίρνας γούρλωσαν τρομαγμένα! Μέσα τη παγερή ατμόσφαιρα ακούστηκε η γνώριμη γέρικη φωνή: «Πανάθεμά σας, με ξεκουφάνατε πάλι, βρωμοπετούμενα. Τώρα θα σας δείξω εγώ…» είπε ο γείτονας και σήκωσε ψηλά το τουφέκι του. Δε πρόλαβε να ρίξει δεύτερη τουφεκιά και ακούστηκε η Μίρνα να φωνάζει: «Πρόσεχε κόρακα, εσένα σημαδεύει η κάννη». Κι ώσπου να τελειώσει τα λόγια της, το κοράκι πέφτει κάτω απ’ το μαμουθόδεντρο άσχημα λαβωμένο. Ακολούθησε πανικός σ’ ολόκληρη την αυλή. Το φτερούγισμα των πουλιών που προσπαθούσαν να ξεφύγουν τον κίνδυνο χάρισε ένα ειρωνικό χαμόγελο στο γέρο, που τα κοίταζε να πετούν προς όλες τις κατευθύνσεις προσπαθώντας να γλυτώσουν απ’ τις σφαίρες.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στην αυλή υπήρχαν μόνο η Μίρνα, η Σοράγια και το άσχημα χτυπημένο κοράκι πεσμένο στο χώμα. Ο γέρος επέστρεψε στο σπίτι του, διατηρώντας το χαμόγελο του. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί το κοράκι που χτύπησε.

«Ξύπνα Σοράγια», φώναξε η Μίρνα, «ο κόρακας λαβώθηκε απ’ τον γερο Μπάκ, έξω απ’ το σπίτι μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε, μα ξύπνα επιτέλους δεν ακούς;». Η Σοράγια, που είχε κουρνιάσει σε μια μεριά του σπιτιού, ξύπνησε και βγήκε έξω να δει τι είχε γίνει. «Και τώρα τι κάνουμε Μίρνα;» είπε, «είμαστε μόνες, θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον κόρακα;». Δεν πρόλαβε να πάει προς το μέρος του κόρακα η Σοράγια, όταν είδε τη Μίρνα να αγκαλιάζει το κοράκι με στοργή. «Ζεις; μίλησε μου, κράξε κάτι, δείξε μου πως ζεις.» Σιωπή. Ο κόσμος της φάνηκε μικρός και πιο πολύ το μαμουθόδεντρο που τώρα της φαινόταν ασήμαντο μπροστά στο άψυχο κοράκι.

«Τέλειωσε Σοράγια», είπε η Μίρνα, «δεν έχει άλλο ζωή. Ο κόρακας άνοιξε φτερούγες για ταξίδι μακρινό. Ας του αποδώσουμε τώρα εμείς τις απαραίτητες τιμές». Η Σοράγια σάλεψε καταφατικά το κεφάλι της και πλησίασε την αδερφή της.

«Θυμάσαι Μίρνα τη μέρα που χάθηκε η μητέρα μας; Ω Θέ μου, τι θυμήθηκα τώρα!» είπε ο Σοράγια και χαμήλωσε το κεφάλι λυπημένα. «Θυμάμαι Σοράγια, είμαστε κι δυο μπροστά. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, όπως και τώρα. Έτσι ήταν γραφτό να γίνει», είπε και κοίταξε με βλέμμα απαθές την αδερφή της. «Όχι Μίρνα, δεν ήταν καθόλου γραφτό να γίνει και το ξέρεις. Ίσως αν φτάναμε λίγο πιο πριν να μην είχε γίνει το κακό.»

«Ας τα αφήσουμε αυτά, αδερφή μου, έχουμε μπροστά μας ένα νεκρό πουλί. Ας κοιτάξουμε να του αποδώσουμε τις απαραίτητες τιμές», είπε η Μίρνα. «Οι τιμές και οι τιμές, μόνο αυτό ξέρεις να λες. Ξεχνάς πως σ’ αυτό το άψυχο σώμα είναι θαμμένες χιλιάδες εικόνες κι συ σκέφτεσαι πώς θα αποδώσεις τις τιμές!» αποκρίθηκε η Σοράγια.

«Δεν μπορώ να προσφέρω τίποτα περισσότερο, ούτε κι εσύ μπορείς φυσικά, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι…»

«Γι’ αυτό λοιπόν ας κάνουμε όσα μας πρέπει να κάνουμε μιας και είμαστε μόνες».

Σε λίγη ώρα είχαν επιστρέψει τα πουλιά στο μαμουθόδεντρο και στα υπόλοιπα δέντρα και η μέρα έτσι ξαναγύρισε στο συνήθη ρυθμό της. Οι αναμενόμενες τιμές αποδόθηκαν και οι δυο αδερφές επέστρεψαν στις δουλειές τους.

Το φεγγάρι πήρε τη σκυτάλη από τον ήλιο και στόλισε μαζί με τους φίλους του τ’ αστέρια τον ουρανό. Οι δυο αδερφές κουρασμένες απ’ τις δουλειές της μέρας, κούρνιασαν σε μια γωνιά του σπιτιού. «Αλήθεια,» είπε η Σοράγια «δεν τρόμαξες με τις τουφεκιές του γέρου;»

«Όχι, τον είδα να βγαίνει από το σπίτι του οργισμένος και ήμουν έτοιμη για ότι θα ακολουθούσε», είπε η Μίρνα. «Κι εσύ Σοράγια, τρόμαξες;»

«Η αλήθεια είναι πως μετά τον θάνατο των γονιών μας το παραμικρό γεγονός με ξαφνιάζει, αλλά σήμερα θαρρείς πως όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Η ένταση, ο θόρυβος, οι τουφεκιές, η σιωπή… Αυτή είναι η καθημερινότητα μας… Μόνο που…»

«Μόνο που τί, Σοράγια;»

«… μόνο που μέσα σ’ αυτές τις λέξεις υπάρχει ακόμη μια.»

«Σωστά,» αποκρίθηκε η Μίρνα, «υπάρχει η λέξη θάνατος. Είναι η λέξη που σε κάνει να πετάς πιο ψηλά, ακόμη κι από τις πιο τρελές σου σκέψεις. Και το μίζερο ξέρεις πιο είναι Σοράγια; Ότι ο κάθε θάνατος φέρνει κι ένα τέλος, κάθε θάνατος φέρνει και μια αρχή» και συνέχισε «μια ζωή τελειώνει κι αρχίζουν οι σκέψεις, τα λόγια παύουν να ηχούν και ανοίγουν οι φτερούγες. Γιατί φαντάζεσαι, μικρή μου αδελφούλα, πως ο θάνατος δεν έρχεται μόνο για τον κόρακα. Έρχεται και για οτιδήποτε ξεκινά. Έρχεται για τις ιδέες και τα συναισθήματα, για τον έρωτα και τη φιλία. Κι εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε τις φτερούγες μας, να πετάξουμε. Όπως τότε πολύ μικρές, που η μητέρα μας πετούσε απ’ το δέντρο, για να μας μάθει να πετάμε. Κι ας ήξερε πως μπορεί να είχαμε γκρεμοτσακιστεί.» Η Μίρνα αφού ακούμπησε στοργικά το κεφάλι της στον ώμο της αδερφής της, συνέχισε «Μόνο πρόσεξε κάτι Σοράγια, οι φτερούγες σου να μην κάνουν πολύ θόρυβο, γιατί τότε την έχεις άσχημα. Οι κίνδυνοι θα είναι τότε περισσότεροι και το πέταγμα δυσκολότερο. Να ξέρεις πως αυτό είναι που περιμένει ο εχθρός σου, τον θόρυβο των φτερούγων σου. Και θα πρέπει να ξέρεις πια πως όσο πιο μικρές είναι οι φτερούγες σου, τόσο περισσότερο θόρυβο κάνουν. Γι’ αυτό πρόσεξε εσύ περισσότερο, μιας και είσαι μικρότερη.»

Kι όσο η Σοράγια προσπαθούσε να κατανοήσει τα λόγια της αδερφής της, η Μίρνα συνέχισε «Κι ένα τελευταίο Σοράγια μου, κάθε φορά που θ’ ανοίγεις τις φτερούγες σου, να κοιτάζεις γύρω σου μήπως υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να σε μιμηθεί. Αν υπάρχει πράγματι, τότε περίμενε, δώστου προτεραιότητα και μην του παίρνεις τη χαρά να γευτεί πρώτος τη χαρά της νέας του αρχής. Κι αν τα καταφέρει, μέσα σου θα ξέρεις πως είναι και δική σου αρχή.»

Αυτά είπε η Μίρνα στην αδερφή της τη Σοράγια και κούρνιασαν πλάι πλάι, με τις φτερούγες τους μαζεμένες από το τσουχτερό κρύο, στη μικρή φωλιά τους, πάνω στο δέντρο που βρισκόταν δίπλα απ’ το μαμουθόδεντρο.

by Aleh (1995)

The End

  Leave your Message here...