Οι κυριακάτικοι λουκουμάδες

By Aleh   7 min. reading   View Comments

Tον ξύπνησε μια ηλιαχτίδα που εδώ και ώρα του γαργαλούσε τα ματοτσίνορα. Τα πρωινά ο ήλιος εισβάλει αδιάκριτα απ’ το μικρό και κάπως ψιλά χτισμένο παράθυρο που καμαρώνει την ανατολή του απ’ το πρώτο λεπτό.

Η πρώτη του μηχανική κίνηση πάντα, αφού ανοίξει τα μάτια, είναι να τα τρίψει. Η αφή της σκόνη και της κάπνας στο πρόσωπο του, αναμεμειγμένες με ιδρώτα - είχε πέντε μέρες να πλυθεί - τον έκανε να αηδιάσει. Συνέχισε να τρίβεται παρ’ αυτά, στα αυτιά και μετά στο λαιμό.

«Ψοφόκρυο και σήμερα. Μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο», μουρμούρισε όπως έτριβε το αριστερό του χέρι, πάνω στο οποίο είχε αποκοιμηθεί. Τελευταία όλο και πιο συχνά κοιμόταν με τα ρούχα.

Με βήμα εβδομηντάχρονου νωθρό και βαρύ, κι ας είχε μόλις πατήσει τα τριανταέξη, προχώρησε προς το τραπεζάκι που είχε για γραφείο. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ημερολόγιο του τοίχου - Κυριακή 25 Οκτωβρίου. Αν δεν ήταν παραμονή της ονομαστικής του γιορτής, θα ήταν μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες, ή μάλλον μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Εκεί πάνω είχε ακουμπήσει και τα γυαλιά μυωπίας, που τα πρόσεχε περισσότερο κι απ’ τα μάτια του. Βλέπεις, είχε μια φοβία μη τυχόν και σπάσουν, άλλωστε δεν είχε αρκετά χρήματα να τα επιδιορθώσει.

Φίλους δεν έχει, αυτό τουλάχιστον επέμενε να λέει στον Πετρή, το συγκάτοικο του. Όσοι ελάχιστοι είχαν απομείνει, παντρεύτηκαν, νοικοκυρεύτηκαν και έπαψαν οριστικά κάθε επικοινωνία μαζί του μετά το θάνατο των γονιών του.

Στην εκδοχή του δολοφονίας ήθελε να πιστεύει γιατί ήταν η μόνη που τον δικαίωνε. Αρνιόταν πεισματικά ν’ αποδεχθεί το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Η νεκροψία τότε, έξι χρόνια πριν, είχε αποκαλύψει παρουσία αρσενικού στο αίμα, όπως και στους λουκουμάδες. Μια Κυριακή του Οκτώβρη ήταν κι όταν συνέβη το μοιραίο. Γύρισε μεσημέρι από τη δουλειά και τους βρήκε με τα μούτρα μες τα πιάτα γεμάτα μέλι, θαρρείς και τους είχε πάρει ο ύπνος με τα μάτια ορθάνοιχτα πάνω στο φαΐ.

Έπιασε λίγο καπνό, ένα χαρτάκι, και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Τράβηξε το υφασμάτινο σακάκι του στον ώμο πριν τον στηρίξει στον τοίχο και έριξε μια γρήγορη ματιά έξω. Η αντηλιά τον θάμπωσε. Δεν υπήρχε ψυχή, ακόμα και τα πουλιά φαίνεται πως είχαν αργία σήμερα. Η ροδιά στην αυλή είχε ήδη προκάμει να στολιστεί με ολοκόκκινα γυαλιστερά ρόδια, ενώ τα κιτρινισμένα πλατάνια στο βάθος πίσω απ’ το φράχτη - μπορεί να ήταν και σφεντάμια, δεν έφτανε να διακρίνει τα φύλλα μέχρι εκεί - συνέθεταν το ιδανικότερο φόντο!

Tον γοήτευε πάντα η εναλλαγή των εποχών, και ειδικά αυτή του φθινοπώρου. Κάπου στο βυθό της σιωπής του, φάνηκε σα να άκουσε τη φωνή της μάνας του, από μικρό παιδάκι του έλεγε για το πώς η φύση πανηγυρίζει τον επερχόμενο θάνατό της με τον πλέον φαντασμαγορικό τρόπο. Και καθώς η φωνής της αντηχούσε εντονότερα στα δώματα του νου του, τόσο περισσότερο επιθυμούσε να τη σφίξει στην αγκαλιά του.

Τον γοήτευε εξίσου όμως κι ο ασημένιος αναπτήρας, πεσκέσι του Πετρή που αποφάσισε να το κόψει. Τον έκρυβε προσεκτικά μέσα στις αρβύλες του μη τυχόν και τον χάσει. Ο αναπτήρας ήταν η άλλη του ψύχωση. Παλιότερα δεν ήταν δεμένος τόσο με αντικείμενα. Όσο περνούσε ο καιρός τα γυαλιά κι ο αναπτήρας έγιναν προεκτάσεις του σώματος του. «Να μου τον προσέχεις», του’ λεγε συχνά ο Πετρής, «είναι του πατέρα μου».

Και μόνο το άκουσμα της λέξης “πατέρας” του γύριζε τ’ άντερα ανάποδα. Η μόνη φράση που θυμόταν απ’ τα χείλη του ήταν «καλύτερα να μη σε βρω σπίτι όταν γυρίσω απ’ το μαγαζί, παλιόπαιδο». Ήταν οξύθυμος άνθρωπος ο κυρ Παναγιώτης. Χειροδικούσε συχνά στη γυναίκα του αλλά και στον ίδιο. Μια φορά μάλιστα που είχε επιστρέψει απ’ το μαγαζί γεμάτος νεύρα -ένας υπάλληλος του είχε καρβουνιάσει όλους τους κουραμπιέδες - τον είχε κλειδώσει για δύο ολόκληρες μέρες στο δωμάτιο του χωρίς τροφή. Κανένας απ’ τους υπαλλήλους του στο ζαχαροπλαστείο δε χώνευε τον κυρ Παναγιώτη, και ήταν σχεδόν βέβαιος πως τουλάχιστον οι μισοί από δαύτους θα χαιρόταν να τον καμαρώσουν να κοιτάει τα ραδίκια ανάποδα.

Κάπου μέσα στο πολύχρωμο σκηνικό ξεχώρισε το είδωλό του στο γυαλί. Η ιδέα πως στεκόταν πλάι στο δέντρο του προκάλεσε ένα γρήγορο σκίρτημα στο στομάχι. Τράβηξε μια γρήγορη τζούρα και εστίασε στο φόντο. «Τέλος κι η αρχή», ψιθύρισε, «αυτό είναι ο χρόνος. Εμείς το τέλος, εμείς και αρχή». Αυτή του η σκέψη τον οδήγησε σε μια αλληλουχία αποριών. Θα ζούσε άραγε η ροδιά δίχως χώμα; Τι κάνει το χώμα γόνιμο; Τα ξεραμένα φύλλα απ’ το ίδιο το δέντρο; Κι αυτά άραγε δεν προήλθαν από ζωντανή οργανική ύλη;

Τράβηξε ακόμη μια βαθιά τζούρα και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο λάκκο που είχε μαζέψει τ’ απόνερα της χθεσινής βροχής. «Πώς να μοιάζει άραγε η θάλασσα;» μουρμούρησε. Η αναπόληση της παιδικής του ηλικίας, που δεν κατόρθωσε να εξαγνιστεί με θαλασσινό νερό, του γρατζούνισε για λίγο το μυαλό. Ο πατέρας του ισχυρίζονταν πάντα πως δεν έχει χρόνο - ειδικά τις Κυριακές που οι πελάτες ερχόντουσαν στο μαγαζί μετά την εκκλησία για λουκουμάδες. Ο ίδιος όμως ήξερε καλά πως ο κυρ Παναγιώτης ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για την οικογένεια, παρά μόνο για τους λουκουμάδες.

H μόνη που είχε έναν καλό λόγο να πει για τον πατέρα του ήταν η γειτόνισσα η κυρία Βίκυ, συνταξιούχος χημικός, και άριστη μαγείρισσα. Τους έφερνε συχνά κέικ και άλλα γλυκά. Η κ. Βίκυ έλεγε σε όλους πως ο κυρ Παναγιώτης κάνει τους πιο τραγανούς λουκουμάδες της πόλης. Σταμάτησε ωστόσο το μάρκετινγκ, την ώρα και τη μέρα που ο πατέρας του της εξάρθρωσε την αριστερή ωμοπλάτη. Πάνω στα νεύρα του ο κυρ Παναγιώτης εκείνη τη μέρα, είχε πιάσει το κεφάλι της γυναίκας του και το χτυπούσε σα σκονισμένο χαλί στον τοίχο, όταν μπήκε στη μέση η κ. Βίκυ να προστατεύσει την κακομοίρα.

Το μόνο καλό που είδε απ’ τον πατέρα του ήταν αυτή η τέχνη του ζαχαροπλάστη. Όταν ο κυρ Παναγιώτης βγήκε στη σύνταξη, του ανέθεσε την ευθύνη του μαγαζιού και του είπε το μυστικό για τους τραγανούς λουκουμάδες.

Η τελευταία τζούρα τον βρήκε να κοιτάζει ένα φυλλαράκι έτοιμο να βυθιστεί στο λάκκο με τα λασπόνερα. Σαν ειρωνεία, του ήρθε στο νου η εικόνα απ’ την ιστορία του Moby Dick, αυτή του βυθιζόμενου Pequod και του ναύτη Ishmael να αναδύεται γαντζωμένoς απ’ το φέρετρο που σκαρφίστηκε ο Queequeg.

«Καλημέρες Τάκη», ακούστηκε η βραχνή φωνή του Πετρή που είχε ξυπνήσει για τα καλά, «Κυριακή σήμερα, λες να μας έχουν πάλι από κείνους τους φοβερούς λουκουμάδες;»

Γύρισε και τον κοίταξε επίμονα με βλέμμα καχύποπτο.

«Κανόνισε κακομοίρη μου, όταν θα βγούμε, να ‘ρχομαι στο φούρνο σου κάθε Κυριακή για λουκουμάδες.» Δε πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του ο Πέτρος, όταν ακούστηκε ο ήχος απ’ το γκλομπ του φύλακα καθώς χτυπούσε τις πόρτες των κελιών.

Οι ζεστοί κυριακάτικοι λουκουμάδες ήταν έτοιμοι.

The End

  Leave your Message here...