Ο Καθρέφτης της Γένοβας

By Aleh   10 min. reading   View Comments

Aκούμπησε προσεκτικά το πακέτο κάτω και πήρε μια ανάσα μπροστά στη βιτρίνα με τα ηλεκτρικά είδη. Με τα μάτια καρφωμένα στις επίπεδες τηλεοράσεις, τελευταία λέξη της τεχνολογίας, έβγαλε το μεταξένιο μαντήλι απ΄τη πάνω τσέπη του μπλέϊζερ, και σκούπισε τον ιδρώτα. Κομψός και πάντα προσεκτικά και με γούστο ντυμένος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ανάμεσα στα μοντέλα που παρήλαυναν μπροστά στα μάτια του στις οθόνες.

Η αλληλουχία από κόρνες και βρισιές απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα τον επανέφερε στο πεζοδρόμιο. Με την άκρη του ματιού του αντιλήφθηκε το είδωλό του στο τζάμι. Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις μπούκλες του, έσιαξε τα τετράγωνα μπλε γυαλιά που είχαν κατέβει ως την άκρη της φινετσάτης μύτης του, τέντωσε τις μανσέτες, έβαλε το πακέτο κάτω από τη μασχάλη και κορδωμένος συνέχισε το δρόμο με γρηγορότερο βήμα.

Η αγορά τα Σάββατα ήταν ανέκαθεν γεμάτη κόσμο. Καθώς πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων όμως, η κίνηση γινόταν όλο πιο ανυπόφoρη. Κρατούσε το πακέτο με επισταμένη προσοχή, έχοντας κατά νου μη τυχόν κι ακουμπήσει κάποιον περαστικό. Δεν θα το άντεχε να φτάσει ο καθρέφτης στο σπίτι ραγισμένος ή έστω γδαρμένος· Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του.

Δεν ήταν ένας συνηθισμένος καθρέφτης. Μόλις τον είχε αγοράσει απ΄το παζάρι, πέντε τετράγωνα μακρυά από το σπίτι του. Δεν ήταν τόσο η ασημένια κορνίζα με τον μπαρόκ διάκοσμο ο λόγος που τον αγόρασε, όσο τα πειστικά λόγια του πλανόδιου πωλητή: «Είναι καμωμένος στη Γένοβα της Ιταλίας, από καθαρό ασήμι και κρύσταλλο Βοημίας. Αντανακλά όλα τα μήκη και πλάτη του ορατού φωτός.» Από φυσικές επιστήμες δεν κατείχε, ωστόσο τα λόγια του πωλητή ήταν αρκετά να τον πείσουν.

Φτάνοντας στην εξώπορτα, αντίκρισε τη γειτόνισσα απ’ το απέναντι διαμέρισμα, κάπως ανήσυχη, να χτυπά το κουδούνι επίμονα.

«Καλημέρα Κατερινιώ, ήθελες τίποτα;»

«Αχ κύριε Ιάσονα μου, καλημέρα σου, είμαι μεσ’ τα τρεξίματα!»

Της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

«Τι τρέχει; Δε θέλω να μου αγχώνεσαι!»

Τον συμπαθούσε πολύ τον κύριο Ιάσονα η Κατερίνα, και του ‘χε μεγάλο σεβασμό - εξού τα κύριε και οι τυπικότητες - παρόλη την οικειότητα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα τους. Της είχε σταθεί πολύ με τον θάνατο του άντρα της, που τον θεωρούσε άνθρωπο της οικογένειας της.

«Μου τηλεφώνησαν απ΄το νοσοκομείο… Η κατάσταση της μάνας μου χειροτέρεψε και την έχουν στην εντατική. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να ρίξεις μια ματιά στη σκυλίτσα μου τη Ζιζή όσο θα λείπω. Πριν μια βδομάδα γέννησε, και τη προσέχω σαν τα μάτια μου. Ως το απόγευμα θα ‘χω επιστρέψει. Μήπως σου είναι κόπος;»

«Μα θέλει και ερώτημα, Κατερινάκι μου;» την εφησύχασε με ένα ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο, επιδεικνύοντας αυτή τη φορά μια κάτασπρη οδοντοστοιχία.

Δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καταλληλότερο απ’ τον Ιάσονα να εμπιστευθεί τα εφτά νεογέννητα λυκοσκυλάκια. Εδώ και τρεις βδομάδες, η Κατερίνα είχε καταγίνει με τη φροντίδα των κουταβιών. Άλλωστε δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς, δεν της πήγαινε η καρδιά. Ήταν στείρα, δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά. Ένα-ένα τα ‘λουζε, τα στέγνωνε και τ’ αγκάλιαζε. Αν κανένα ξεμάκραινε απ’ τις μαξιλάρες που είχε απλώσει στο πάτωμα, το μάζευε και το έβαζε μαζί με τα υπόλοιπα. Μέχρι και μια μικρή ηλεκτρική σόμπα αγόρασε να τα κρατά ζεστά, αυτές τις μέρες που το κρύο είχε σφίξει αρκετά.

Mονίμως σαγηνευμένη από το χαμόγελο του, κάπου μέσα της η Κατερίνα έτρεφε ελπίδες πως μια μέρα θα σαλιάριζε μαζί της με κάνα δυο ερωτόλογα. Δεν ήταν τόσο το επιβλητικό παρουσιαστικό του Ιάσονα και ο συγκροτημένος χαρακτήρας του, όσο το ότι της είχε ξυπνήσει αυτήν την επιθυμία με τα κοπλιμέντα του. Κι ας είχε η Κατερίνα μερικά κιλάκια παραπάνω. Γιατί όχι άλλωστε; Εργένης εκείνος, χήρα αυτή, κι ως φαίνεται ταίριαζαν και στην ηλικία και σε πολλά· και πρώτα απ’ όλα στο φαγητό. Για τα γεμιστά και την καρυδόπιτα της ειδικά, ο Ιάσονας είχε να λέει. Ύστερα, ήταν και η μουσική. Η Κατερίνα, δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τον επαινέσει για το ταλέντο του στο πιάνο. Η ίδια δε χόρταινε να τον ακούει να παίζει το “Τούρκικο Εμβατήριο” του Μότσαρτ.

«Σ΄ευχαριστώ από καρδιάς κύριε Ιάσονα, είσαι ένας άγγελος. Ορίστε τα κλειδιά του διαμερίσματος μου. Το νούμερο το ‘χετε θαρρώ αν προκύψει κάτι, πάρτε μου αμέσως στο κινητό», είπε κατευθυνόμενη προς το ασανσέρ.

«Πήγαινε ήσυχη Κατερινιώ, εύχομαι να παν’ όλα κατ’ ευχήν με τη μητέρα σου», της χαμογέλασε πάλι κι έχωσε το κλειδί στην εξώπορτα.

«Στον αγύριστο καρακάξα, μόνο χάρες ξέρεις να ζητάς», μούγκρισε ο Ιάσονας καθώς έβγαζε τα μαύρα λουστρίνια που του είχαν πληγώσει τα δάχτυλα των ποδιών του αφήνοντας στην είσοδο όλους τους καλούς τρόπους που χρησιμοποιούσε έξω από την πόρτα.

Ακούμπησε το πακέτο στον καναπέ και άρχισε να το ξετυλίγει προσεκτικά, σα να καθάριζε αυγά μελάτα. Ο καθρέφτης της Γένοβας στεκόταν περίοπτος στο καναπέ της τραπεζαρίας. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο είδωλο του, κι αμέσως κατάλαβε πως χρειάζεται ένα χέρι γυάλισμα.

Περνώντας απ’ το χολ, στάθηκε για λίγο μπροστά στον παλιό καθρέφτη.

«Να σε δω τώρα μπαγάσα να πεις ξανά ψέματα», μουρμούρησε ειρωνικά προς τον παλιό καθρέφτη θαρρείς και ήταν κατοικίδιο.

Ακριβώς απέναντι απ΄τον παλιό καθρέφτη ήταν κρεμασμένη μια ασπρόμαυρη ξεθωριασμένη φωτογραφία απ’ το γάμο των γονιών του, πεθαμένοι κι δυο χρόνια τώρα.

«Εδώ είναι η θέση του», μουρμούρησε πάλι κι έπιασε να ξεκρεμάσει την αραχνιασμένη φωτογραφία.

Όση ώρα καθάριζε το νέο καθρέφτη, θαύμαζε τις περίτεχνες λεπτομέρειες της ασημένιας κορνίζας. Κάπου κάπου γεμάτος περιέργεια έριχνε και καμιά κλεφτή ματιά στο είδωλο του.

Ο καθρέφτης της Γένοβας είχε τώρα πάρει την οριστική θέση του, απέναντι στον παλιό.

Κάρφωσε το βλέμμα του στο είδωλο. Το όψη του του φάνηκε κάπως χλωμή. Έβαλε το χέρι στο σαγόνι κι έκανε πως τρίβει τα μάγουλα. Σκέφτηκε πως θα ‘ναι απ΄την κούραση. Γύρισε προς την πλευρά του παλιού καθρέφτη μόνο για να επιβεβαιώσει πως το πρόσωπο του ήταν ροδαλό όσο ποτέ.

Ξαναγύρισε από την άλλη μεριά, μα τώρα στο μέτωπό του ήταν εμφανείς τρεις βαθιές ρυτίδες.

«Ρυτίδες; Πως είναι δυνατόν;»

Απ’ τις σκέψεις του, το μυαλό του άρχισε να στριφογυρίζει γρηγορότερα κι απ’ το σώμα του ανάμεσα στους δύο καθρέφτες.

«Θα είναι σκιές» ψέλλισε αγχωμένος.

Δεν μπορούσε να δώσει λογική εξήγηση σ’ αυτό που αντίκριζε. Τεντώθηκε για να ανάψει το μικρό φωτιστικό στο χολ και συνέχισε να κοιτάζεται πότε στον καινούριο καθρέφτη πότε στον παλιό. Τώρα η ματιά του ήταν προσηλωμένη στις μαυριδερές σακούλες κάτω απ’ τα μάτια.

Τόση ήταν η αναστάτωση του, που χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε για ένα γρήγορο ντους.

Eπέστρεψε μπροστά στο καθρέφτη της Γένοβας κρατώντας μια χτένα, χωρίς καν να έχει στεγνώσει. Όσο μπέρδευε τα δόντια της χτένας στα μαλλιά, διαπίστωνε πως οι ρίζες τους είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Κάτω απ’ το αριστερό ρουθούνι του προεξείχε μια τούφα τρίχες. Οι σφυγμοί του ανέβηκαν κατακόρυφα. Στράφηκε προς τον παλιό καθρέφτη, έβγαλε την πετσέτα απ’ τη μέση του και καθάρισε τους ατμούς που είχαν βγει απ’ το μπάνιο.

«Αυτός ο απατεώνας στο παζάρι με εξαπάτησε, δεν εξηγείται αλλιώς», σκέφτηκε όσο περιεργαζόταν το γνώριμό του είδωλο στον παλιό καθρέφτη.

«Τι είν’ μωρέ τούτο το σκάρτο πράμα που μου πούλησε ο απατεώνας;» φώναξε δείχνοντας με τα δυο του χέρια το νέο καθρέφτη που τώρα καθρέφτιζε τα μάτια του κιτρινισμένα και θολά.

Με την ώρα το είδωλό του έδειχνε όλο και πιο αρρωστιάρικο, αν και οι πυκνοί ατμοί πλέον δεν του επέτρεπαν να διακρίνει εύκολα. Έπιασε και πέταξε με οργή τον καθρέφτη στο πάτωμα, μα ο καθρέφτης δεν έσπασε. Έγειρε προς τα κάτω αναζητώντας το είδωλό του. Τώρα τα φρύδια του είχαν πυκνώσει τόσο, που κάλυπταν τα ματόκλαδα για τα οποία πάντα περηφανευόταν. Τον χούφτωσε κι άρχισε να τον χτυπά δυνατά στο πάτωμα. Κάθε χτύπημα συνόδευε και μια βωμολοχία για τον πωλητή. Ο καθρέφτης όμως άθικτος, ούτε γρατζουνιά!

Κάπου στο βάθος ακούστηκε γάβγισμα.

«Είσαι ένα σι-χα-μέ-νο κατασκεύασμα», φώναξε προς τον καθρέφτη ενώ τον ποδοπατούσε με όλη του τη δύναμη. Η φωνή του μπερδεύετηκε με το βήχα.

Τα γαβγίσματα αγρίεψαν, όμοια με κραυγές πεινασμένου λύκου.

«Βούλωστο κοπρόσκυλο!» ούρλιαξε μ’ όλη του τη δύναμη.

Γονάτισε στο πάτωμα. Ο βήχας και η κάπνα δεν του επέτρεπαν να εστιάσει. Οι καπνοί είχαν πυκνώσει τόσο που αισθάνθηκε ένα κάψιμο στα πνευμόνια. Για μια στιγμή κατάφερε να διακρίνει το είδωλό του για μια ακόμη φορά. Αυτό που αντίκρισε ήταν πέρα από κάθε νοσηρή φαντασία του.

Στον καθρέφτη δέσποζε η μορφή ενός γέρου, χωρίς μαλλιά, χωρίς δέρμα, ενός ανθρώπου που τον είχε ρημάξει ο χρόνος. Οι κραυγές είχαν γίνει εκκωφαντικές.

Πλέον από τους καπνούς δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια. Έκανε να πάρει μια βαθιά ανάσα, μα δεν τα κατάφερε. Λιποθύμησε.

Οι σειρήνες ασθενοφόρου έβγαλαν στο δρόμο ολόκληρη τη γειτονιά. Αρκετοί μαζεύτηκαν γύρω απ’ τα οχήματα της πυροσβεστικής, κάπου ανάμεσα κι η Κατερίνα που είχε μόλις επιστρέψει απ’ το νοσοκομείο. Δύο πυροσβέστες βγήκαν απ’ το κτίριο, ο καθένας κρατώντας στα χέρια του από δύο κουτάβια.

«Βρίσκεται εδώ η Αικατερίνη Σταμούλη του Γεωργίου;» ρώτησε ο αστυνόμος προς στον πλήθος που είχε στοιβαχτεί δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας.

«Εγώ είμαι», απάντησε η Κατερίνα μες την οχλοβοή, με βουρκωμένα μάτια και φωνή που έτρεμε.

«Η φωτιά ξεκίνησε απ’ το διαμέρισμα σας, κυρία Σταμούλη, όπως φαίνεται από την ηλεκτρική σόμπα που αφήσατε αναμμένη. Θα σας παρακαλέσω να με ακολουθήσετε στο τμήμα για λεπτομερή κατάθεση».

The End

  Leave your Message here...